- ὀστρακόεις
- ὀστρᾰκό-εις, εσσα, εν, poet. forA
ὀστράκινος, δόμος ὀ. AP9.86
(Antiphil.); νῶτα Poet. ap. Suid. s.v. στυφελισμός: [var] contr.ὀστρακοῦς Gal.8.190
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀστράκινος, δόμος ὀ. AP9.86
(Antiphil.); νῶτα Poet. ap. Suid. s.v. στυφελισμός: [var] contr.ὀστρακοῦς Gal.8.190
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οστρακόεις — ὀστρακόεις, εσσα, εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, οῡν (Α) (ποιητ. τ.) οστράκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ὀστρακόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόεντα — ὀστρακόεις neut nom/voc/acc pl ὀστρακόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακόεντι — ὀστρακόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
οστρακούς — ὀστρακοῡς, οῡν (Α) (συνηρ. τ.) βλ. οστρακόεις … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek